εμβαστικά

εμβαστικά
τα
τα έξοδα που χρειάζονται για το έμβασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμβαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο έμβασμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εμβαστικά η δαπάνη για την αποστολή τού εμβάσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”